Τρίτη, Αυγούστου 26, 2014

Μη φεύγεις. Σ αγαπάει.

Σήμερα είδα τη φρικτή εικόνα σου. Πιο λευκός και από το σεντόνι που σε σκέπασαν. Εκείνη σου χάιδευε το μέτωπο, έκλαιγε και δίπλα οι μπάτσοι. Παραδίπλα τα ασθενοφόρα. Πιο εκεί οι περίεργοι. Το αμάξι σου (;) παραπέρα να το σηκώνει ο γερανός. Η μηχανή μου έσβησε. Πόσο μισώ το γαμημένο το τιμόνι. Κάπου ακούστηκε μία κόρνα. Ξύπνησα μα δεν ήταν για μένα. Ο κόσμος είχε σταματήσει γύρω μου. Και να θελα να ξεκινήσω τις γαμημένες τις ρόδες να πάω που; Οι λαμαρίνες ψιθύρισαν κάτω από το πράσινο. Γκάζι.

Ένιωσα για λίγο τα δάχτυλα μου να μουδιάζουν γύρω από το τιμόνι. Δρόμοι. Φανάρια. Πεζοί. Φρένο. Πρώτη, δευτέρα, τρίτη. Στοπ. Ξανά απ την αρχή σαν τις μέρες που σιχάθηκα να ζω. Πρώτη. Δευτέρα. Τρίτη. Φανάρι. Βρισιές. Ένας μηχανόβιος σταματά στο παράθυρο μου. Κάτι μου λέει, κάτι ερωτικό, πρόστυχο, ακατάληπτο. Χαμογελάει και τον κοιτάζω βουρκωμένη. Μπερδεύεται. Κλείνω το παράθυρο. Ο ήχος της φυγής του πλέον ανύπαρκτος όπως και ο κόσμος μου. Τι να ονειρεύεσαι εκεί που σε ακούμπησαν;

Σας σκέφτηκα αγκαλιά σε μία πλατεία. Να περπατάτε χέρι χέρι. Να σου λέει κάτι όμορφο και να μοιάζεις λίγο απόμακρος σαν και μένα. Έχουμε χρόνο να σκέφτεσαι. Θα της το πω αύριο. Και εκείνη να παρεξηγείται γιατί "δε νιώθεις".

Η καρδιά μου βούλιαξε στο φευγαλέο δάκρυ που σκέπαζε το μάγουλο της. Μη φεύγεις. Σ αγαπάει σου λέω.