Τρίτη, Νοεμβρίου 03, 2009

R.M. Rilke- Ποιητική Διάθεση


ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ

  Τα φύλλα πέφτουν, πέφτουν λες από ψηλά,
  σαν να ξεράθηκαν οι κήποι τ' ουρανού·
  πέφτουν με μι' άρνηση στο στόμα του κενού.

  Και μες στη νύχτα πέφτει η Γη βαριά,
  από τ' αστέρια προς τη μοναξιά.

  Όλοι μας πέφτουμε. Το χέρι αυτό που γράφει.
  Δες, όλα γύρω χάνονται στα βάθη.

  Είναι όμως Κάποιος που την πτώση αυτή
  στα δυο του χέρια στοργικά τη συγκρατεί.



ΜΟΝΑΞΙΑ

  Η μοναξιά μοιάζει με τη βροχή. Τα βράδια
  απ' του πελάγους αναθρώσκει τον καθρέφτη·
  από κοιλάδες μακρινές κι από λιβάδια
  στον ουρανό ανεβαίνει πάντα, που την έχει.
  Κι ύστερα, από εκεί ψηλά, στην πόλη πέφτει.

  Πέφτει την ώρα που το φως πια δεν αντέχει,
  όταν τους δρόμους βάφουν πάλι τα σκοτάδια,
  κι όταν τα σώματα χωρίζουν λυπημένα
  δίχως να βρουν ό,τι ζητούν, μένοντας ξένα·
  κι όταν οι άνθρωποι εκείνοι, που μισούνται,
  πάλι στο ίδιο στρώμα πέφτουν και κοιμούνται :

  τη μοναξιά την παίρνουν τότε τα ποτάμια…

 
ΝΕΚΡΟΤΟΜΕΙΟ


  Νά τοι, παραταγμένοι, λες και πρέπει
  να τους δοθεί κι εδώ ένας ρόλος για να παίξουν,
  ώστε όλο αυτό το ψύχος που τους δρέπει,
  την παρουσία του άλλου δίπλα τους ν' αντέξουν·

  σαν να μην τέλειωσε τίποτε ακόμα.
  Τί όνομα βρέθηκε στην τσέπη τους γραμμένο ;
  Της αηδίας τον λεκέ από το στόμα
  οι νεκροκόμοι τούς τον έχουν ξεπλυμένο,

  όμως δεν βγήκε· ας έχουν τώρα στόμα καθαρό.
  Τα γένια εξέχουν αγριωπά στα μάγουλά τους
  κι ας τους τα χτένισαν πιο πριν προσεκτικά,

  μήπως τρομάξει το ευσυγκίνητο κοινό.
  Μόνο τα μάτια κάτω από τα βλέφαρά τους
  έχουν αντιστραφεί· κοιτούν στα ένδον πια.


(Mετάφραση Κώστας Κουτσουρέλης)



Ράινερ Μαρία Ρίλκε (4 Δεκεμβρίου 1875- 29 Δεκεμβρίου 1926)