Τρίτη, Οκτωβρίου 12, 2010

Beautiful People- Ο Χαμένος

Ο χαμένος τα παίρνει όλα. Και τον έβλεπα κάθε μέρα να κάθεται απέναντί μου στο μετρό. Είχα μάθει να μετράω τον πόνο του από τις φορές που άγγιζε το μέτωπό του. Νιώθω πότε χαμογελάει μέσα του απο τον τρόπο που με κοιτάει. Που με κοιτάει αλλά δε με βλέπει γιατί είναι τόσο μα τόσο χαμένος. Τα ρούχα του ήταν πάντα καθαρά. Πάντα φρεσκοσιδερωμένα και ταιριαστά μεταξύ τους.

Τον έχω πιάσει φορές φορές να κατεβαίνει στην ίδια στάση μ εμένα. Ένα βράδυ ήταν ολομόναχος. Τον πέτυχα σ ένα στενό έρημο. Άγγιζε με τις δυο παλάμες του έναν τοίχο γκραφιταρισμένο δίχως έλεος. Ψιθύριζε στον εαυτό του πράγματα. Με τρόμαζε. Χτύπησε τη γροθιά του στον βαμμένο τοίχο κι ύστερα με πρόσεξε. Να στέκομαι εκεί. Πιο χαμένη και απο εκείνον ακόμα.

Ήθελα να συνεχίσω να περπατάω. Να κάνω ότι απλά κοίταγα το κινητό που κόντευε να γλιστρήσει απο τα χέρια μου. Τί να κάνω και τι να υποκριθώ; Μ είχε αφήσει σέκο.

"Είμαι μόνος" μου είπε τρεκλίζοντας. Έκανε ένα βήμα προς το μέρος μου. Αυτή τη φορά ήταν τόσο μα τόσο ατημέλητος. Εντελώς ενστικτωδώς κάνω ένα βήμα πίσω. Κατάλαβε το φόβο μου και κοντοστάθηκε.
"Συγνώμη" Ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα. Είχα μπροστά μου τον ίδιο άνθρωπο που με συνόδευε κάθε μέρα στη δουλειά. Την ίδια ώρα. Στο ίδιο βαγόνι. Γνωστός, μα τόσο άγνωστος.
"Χαθήκατε...;" Κατάφερα να πω.
"Πάντα χαμένος ήμουν κοπελιά" είπε αυτή τη φορά εκνευρισμένος. Κλώτσησε τον τοίχο και με κοίταξε. Παρα τα 25 του χρόνια φαινόταν τόσο κουρασμένος. Με κοιτούσε σχεδόν παρακλητικά.
Τον πλησίασα. Τον ακούμπησα στο μπράτσο απαλά, ένιωσα το παγωμένο δέρμα του και τον οδήγησα μέχρι τον κοντινότερο σταθμό μετρό. Ερχόταν μαζί μου και κοιτούσε σαν τα πάντα να τα έβλεπε για πρώτη του φορά.

Είχε ένα βλέμμα πανέμορφο και καθώς τα καταπράσινα μάτια του κινούνταν απο σύννεφο σε σύννεφο στον ουρανό τον ένιωσα να σταματάει.
"Πάμε μια βόλτα; Σε παρακαλώ." Για μένα ήταν κάτι το πρωτόγνωρο. Πλέον είχαμε περάσει στον κεντρικό δρόμο. Έγνεψα άθελα μου καταφατικά. Όχι ήθελα να πω.

Τα βήματά μας συγχρονίζονταν. Πότε πότε τον έπιανα να με κοιτάζει. Άναψε ένα τσιγάρο. Πραγματικά ήταν βαρύ. Μύριζε απαίσια. Αν δεν ήμαστε σε ανοιχτό χώρο θα μ ενοχλούσε. Δε μιλούσαμε. Ακουμπούσε συχνά το μέτωπό του και ξεφυσούσε.

"Την έχασα" κατάφερε να πει. Εγώ πάλι, δεν κατάφερα να πω τίποτα. "Ήταν η γυναίκα της ζωής μου και την έχασα" ξαναείπε. Σταμάτησα και τον κοίταξα. Πέταξε το τσιγάρο του κάτω. Φύσηξε τον καπνό απο τα πνευμόνια του και χαμογέλασε.

"Ευχαριστώ" έγνεψε στην είσοδο του επόμενου σταθμού που πλέον είχαμε φτάσει. "Δε μιλάς πολύ" Είπε χωρίς να παραξενεύεται.
"Πώς σε λένε;" Τον ρώτησα.
Αυτή τη φορά χαμογέλασε ακόμα πιο πλατιά.
"'Εχει σημασία; Αύριο λοιπόν; Ίδια ώρα ίδιο μέρος;"
"Αύριο έχω ρεπό."
"Σωστά. Την περασμένη βδομάδα είχες Πέμπτη. Λογικό να χεις αύριο."
Έμεινα να κοιτάζω σα χαζή. Τελικά εκείνες τις μέρες δεν κοιτούσε την θέση πίσω μου.
"Θα γυρίσει" του είπα.
"Μπα...Έφυγε με άλλον. Χάθηκα"
"Αντιθέτως. Μόλις έφτασες στο σταθμό σου."
Γέλασε δυνατά. Καθίσαμε στις ίδιες θέσεις, στο τελευταίο βαγόνι του μετρό. Ο ένας απέναντι στον άλλο. Ναι. Αυτός ο χαμένος τύπος σίγουρα τώρα κοιτούσε εμένα και όχι τη φθαρμένη κακόγουστη θέση μου. Kαι αύριο εδώ θα μαστε.

Δεν ξαναμιλήσαμε. Και ούτε πρόκειται. Ο "Χαμένος" σήμερα άγγιξε το μέτωπό του λιγότερες φορές. Και γω, θέλοντας να ξεφύγω είπα να του αφιερώσω αυτή την ανάρτηση. Όπως και στους επόμενους, όμορφους ανθρώπους που γνώρισα ή και που δε γνώρισα.


Χαιρετώ,
Η φίλη σας, 
Estella