Παρασκευή, Δεκεμβρίου 16, 2011

Παράλυση

Αόρατα χέρια έπνιγαν τα ουρλιαχτά στη σιωπή. Βουτούσαν την καρδιά μου στο βυθό τους και κάθε λίγο την πίεζαν κόντρα στην παλάμη τους μέχρι να νιώσω το πρώτο αίμα να κυλά απ τα χείλη... Σιχτιρίζω...Προσπαθώ να νιώσω τα δάχτυλά μου. Είναι τόσο μάταιο. Όσο να νιώσω και τα πόδια μου. Δε μπορώ να γράψω. Δεν μπορώ να τρέξω... και το μολύβι να γλιστράει σαν την κακιά στιγμή στο παρατσάκ. Πως γίνεται... Πως γίνεται το μολύβι μου, η πένα, το πληκτρολόγιο να γίνεται ένα σύμπλεγμα από κοφτερά ξυράφια να ξερα... 

Και έχω και το φεγγάρι. Ξέρω, περιμένει να μαζέψει τις σκέψεις μου. Γνέφει αργά αργά το πιο όμορφο μετάξι, στο ασήμι του να διαλύσει ότι καλό άφησα, κράτησα, σκέφτηκα. Τώρα τι; Παρακαλάω τον άνεμο να μου φέρει βάλσαμο ή έστω μια λίμα να γδάρω τα κάγκελα, το δέρμα μου, το μυαλό μου. Ικετεύω τη θάλασσα για λίγο αλκοόλ να πνίξω τον πνιγμό μου κι ύστερα... τα δάκρυα μου να νοθεύσω στην αλμύρα της. Αυτά που όχι, ποτέ δε θα παραδεχτώ ότι υπήρξαν. Και γιατί άλλωστε; Για ένα μανιφέστο ουρλιαχτών στη σιωπή; Για τη βουβαμάρα; 

Πως διάολο γράφεις όταν πονάς; Με τίνος τα δάχτυλα; Είχαν δίκιο τα όνειρα. Ώρα για φευγιό.