Τετάρτη, Νοεμβρίου 10, 2010

Beautiful People: Η Ωραία Ελένη

Ήταν απο εκείνα τα πρωινά που αποφάσισα να φροντίσω τις τριανταφυλλιές μου... Λατρεύω το κόκκινο χρώμα που αποκτούν... Το βελούδο στα πέταλά τους... Έχουν μια σαγηνευτική ομορφιά. Τις ώρες εκείνες με συντροφεύει μια υποκριτικά ζεστή παρουσία απ το αντικρινό μπαλκονάκι. Κατακόκκινα βελούδινα μαλλιά, μπλεγμένα και ακατάστατα μ ένα πλαστικό χαμόγελο πάντα στα χείλη... Τ όνομα της δε το έμαθα μέχρι τότε. Την καλημέρα της, την στερήθηκα μόνο την Τρίτη εκείνη... Πριν μια βδομάδα.

Δε τη συμπάθησα μέχρι τώρα. Ήταν πολύ ψεύτικη για τα γούστα μου. Εκείνη πάλι, μάλλον με συμπαθούσε. Υπήρχαν φορές που μου φώναζε ότι θέλει να φυτέψει λουλούδια σαν τα δικά μου, θα θελε να της πω πως τα περιποιούμαι και τέτοια. Έγνεφα συγκαταβατικά και προσπαθούσα υποκριθώ την απασχολημένη.

Μα την περασμένη τρίτη δεν μου πε καλημέρα. Περίμενα για λίγο και το βλέμμα μου περιπλανήθηκε στις τραβηγμένες κουρτίνες. Άρχισα να σκέφτομαι διάφορα άκυρα πράγματα όταν τις σκέψεις μου διέκοψε ο ήχος γυαλιού που σπάει. Τα μάτια μου σηκώθηκαν αυτόματα. Αφουγκράστηκα για λίγο. Τίποτα. Μα το τίποτα δεν άργησε να γεμίσει από φωνές.

"Θες να μου πεις οτι φταίω εγώ; Που ήσουν;" Εκείνη ήταν.
"Εδώ. Εγώ εδώ ήμουν πάντα και το ξέρεις. Απλά... Έπεσε λίγη δουλειά παραπάνω και... Ξέρεις κάτι, δε μ απασχολεί τι νομίζεις και..." απάντησε μια αντρική φωνή
"Και τι; Τι; Σε βαρέθηκα. Ψέματα...Εμένα βαρέθηκα. Νιώθω τόσο βρώμικη τόσο..."
"Φυσικά, Εσύ βαριέσαι τα πάντα! Μόνο να βαριέσαι μπορείς. Και γω; Τι; Είμαι σαν όλους τους άλλους;" Ο άντρας ήταν οργισμένος. Η φωνή του έμοιαζε οτι έγδερνε το λαρύγγι του... Για λίγο σιωπή.
"Είσαι διαφορετικός... Είσαι πολύ διαφορετικός απο τους άλλους." Εκείνη. Η φωνή της σπασμένη. Με ακινητοποίησε.
"Πρώτη φορά" συνέχισε μέσα σε λυγμούς και φωνές "Πρώτη μου φορά, αισθάνομαι τόσο χρησιμοποιημένη..." γαμώτο κόπηκα. Το δάχτυλό μου άρχισε να βάφεται κόκκινο. Πρώτη φορά αισθάνομαι τόσο... χρησιμοποιημένη" Γαμώτο! Άκουσα τον εαυτό μου να λέει. Σε λίγα δευτερόλεπτα δεν ακουγόντουσαν φωνές. Ένας όμορφος, ψηλός άντρας βγαίνει από την πολυκατοικία συνοφρυωμένος.

Το αίμα δεν είχε σταματήσει να βγαίνει. Πρώτη μου φορά το πάθαινα. Έπιασα βιαστικά ένα μικρό γλαστράκι, την πιο νέα μου, κατακόκκινη τριανταφυλλιά και βγήκα έξω. Η εξώπορτα ανοιχτή. Ο τύπος είχε φύγει βιαστικά. Ανέβηκα τις σκάλες μέχρι τον τρίτο. Σιχαίνομαι τα ασανσέρ. Χτύπησα την ξύλινη πόρτα του διαμερίσματος. Άνοιξε εκείνη δειλά. Το μολύβι πασαλειμμένο στα μάγουλα της. Τα μάτια της κομμένα... Οι μπούκλες της κρέμονταν θλιμμένα.

"Καλημέρα" μου πε. Δε χαμογελούσε αυτή τη φορά.
Κούνησα το κεφάλι μου με τον κλασσικό τρόπο.
"Ο Νοέμβρης και ο Μάρτης, είναι η καλύτερη εποχή για να τις φυτέψεις..." Είπα αμήχανα και της έδωσα το γλαστράκι.
"Να κεράσω καφέ" είπε χαμογελώντας.
"Όχι." Την πρόλαβα. Το βλέμμα της έδειχνε απογοήτευση. "Θα έρθω. Άλλη φορά θα έρθω..." είπα ψέματα. Γύρισα την πλάτη και έφυγα.

Το κουδούνι της έγραφε, Ελένη Τριανταφύλλου. Η ωραία Ελένη, που τώρα ήταν ελεύθερη.





Η φίλη σας,
Estella