Τετάρτη, Δεκεμβρίου 28, 2011

Ωραία Κοιμωμένη.

Στα κλινοσκεπάσματα του ίσως και του μπορεί χουζούρευε τεμπέλικα. Μια ομορφιά ανείπωτη και ανύποπτη, πλάνη περιπλανώμενη και παραπλανημένη από τις λέξεις. Λέξεις κοσμήματα στον κόρφο της. Ψεύτικα, πανηγυριώτικα και εκείνα τα τριαντάφυλλα παραδίπλα πλαστικά να την κοιτάζουν να γερνάει.
"ΞΥΠΝΑ!", πνίγηκες στο παραμύθι που σου φτιάξανε τόσο χρόνια και τώρα τι περιμένεις; Να ρθει να σε βρει; Δε θα ρθει καλή μου. Αν ήθελε να ρθει δε θα σ άφηνε να κοιμάσαι.

Πάρε το δράκο σου, οργή στ αγκάθια που σε προστατεύουν και άναψε την μεγαλύτερη φωτιά που αντέχει η ψυχή σου. Κάψε μέσα της ότι σε πονάει, ότι σε φθείρει και σαν τον φοίνικα ξεκίνα...-Για να σε δω τώρα πριγκιπάκο. Πόσο αντέχεις τη φωτιά; Ποιος έχει ανάγκη ποιον;- Ζήσε... Όσο περισσότερο κοιμάσαι, τόσο λιγότερο ζεις... Τι περιμένεις; ΞΥΠΝΑ!!!