Κυριακή, Σεπτεμβρίου 09, 2012

Τύχη.

Νόμιζε ο δρόμος κοβόταν και έτρεχε να τον προλάβει. Τοίχοι, δεξιά και αριστερά. Τείχη με συνθήματα για έναν άλλο κόσμο. Τύχη στα αίματα βουτηγμένη της επιτηδευμένης ανορθογραφίας και της μορφωμένης απαιδευσιάς. Οίνος ακαλλιέργητος. Φώτα εδώ, φώτα εκεί και λίγο σκοτάδι στην γωνία να παίρνει την εκδίκησή του μέσα στη βουβαμάρα. Βγάζει ένα τσιγάρο. Το τελευταίο του. Το καλεί η βαρύτητα. Βλαστημάει. Κοιτάει την ώρα. Μετά εμένα.
"Καπνίζεις;" Απότομος. Αγενής. Μόνος.
Η φωνή μου μαρμάρωσε. Κουνάω το κεφάλι αρνητικά. Ρίχνει το βλέμμα του και το κοιτάζει με απογοήτευση. Ύστερα ξανά εμένα σα να περιμένει κάτι. Τι ατυχία!