Δευτέρα, Νοεμβρίου 08, 2010

Πρωινό ξύπνημα

Αγαπημένο μου ονειρολόγιο,

Έχω εντατικοποιήσει τόσο τον ρυθμό που σου γράφω που φοβάμαι οτι ακόμα και συ θα μ έχεις βαρεθεί. Το πιάσιμο στον αυχένα φαίνεται να έχει υποχωρήσει. Βασανίζομαι απο μια υπνηλία ανεκδιήγητη. Όλη την ώρα τα μάτια μου κλείνουν λες και κουράστηκαν από την απόχρωση της συννεφιάς.

Βήχω λίγο. Κυρώνω λίγο. Νομίζω κάτι τσίμπησα χθες. Το πιο αλλόκοτο είναι ότι ξύπνησα και τα χέρια μου ήταν ζεστά. That's really not me. Σιγά σιγά παγώνουν και πάλι οπότε να κάτι θετικό. Παίζω μηχανικά με τα μαλλιά μου και σκέφτομαι... Είναι όλα ένα παιχνίδι;

Μια τρομακτική προσπάθεια ισορροπίας πάνω απ την ανυπαρξία. Τι είναι η ανυπαρξία; Σ αυτή τη ζωή, την ψηφιακή, ανυπαρξία είναι οι τρεις τελίτσες, ένα παρατημένο blog, ένα βουλιαγμένο στη λήθη site, ένα αναπάντητο mail. Το μόνο που μας σώζει είναι η δύναμη να πατάμε τα κουμπιά στο πληκτρολόγιο.

Η ζωή όμως... Δεν είναι ψηφιακή. Τι είναι ανυπαρξία; Ο θάνατος; Κι αν μετά τον θάνατο υπάρχει κάτι που και πάλι δε σ αφήνει να γίνεις ένα μαζί της; Δεν έχω τα απαραίτητα επιχειρήματα να στηρίξω την πλευρά αυτή. Βλέπετε, για να το κάνω θα έπρεπε να διαπράξω την αυτοκτονία μου, και εντάξει πες μέχρι εκει, αλλά πως θα γυρίσω να σας πω τι έγινε; Άρα X. Θάνατος εκτός.

Ανυπαρξία είναι... Η κενότητα μάλλον. Ναι. Όταν ακόμα και τα ποιήματα δε σου προκαλούν τίποτα. Όταν ξυπνάς και κοιμάσαι με την ίδια άδεια ανάσα καθώς χαϊδεύεις μηχανικά το μαξιλάρι σου, ή τρίβεις τα μάτια σου κουρασμένα. Νυστάζω.

Τι εύχομαι; Να ήξερα ποιο είναι το δεύτερο πρόσωπο που βλέπω κάθε φορά online στο blog μου για ώρα.

Ψέματα. Κάτι άλλο εύχομαι. Καλησπέρα. Έχω τόσα να κάνω και δεν έχουν ουσία...




Η φίλη σας, 
Estella 

Υγρασία

Τη μισώ. Πραγματικά το λέω. Μου τη σπάει που φριζάρει τα μαλλιά μου, που κάνει το δέρμα μου να κολλάει... Απόψε το τοπίο επέπλεε στην επιφάνεια μιας πυκνής θολούρας. Αύριο θα βρέχει. Ελπίζω δηλαδή. Δεν αντέχεται η ατμόσφαιρα.

Η υγρασία έχει τη δύναμη να αποσυντονίζει το μυαλό. Πίνεις χθες, μα σήμερα μεθάς... Λες όχι, εννοείς ναι, δεν ξέρεις που πατάς και που βρίσκεσαι. Πάντα φυσικά μπορείς να τα ρίξεις στις συνθήκες. Φταίει που ήσουν κοντά, φταίει που σκέφτεσαι πολύ, φταίει που μπορεί να αισθανόσουν ευάλωτος για τον ψυ-χη λόγο.

Ψυχραίνεις, σκοτεινιάζεις και ξέρεις, ο άλλος δεν μπορεί να το καταλάβει. Το μολύβι κάτω από τα μάτια απλώνεται σαν τις αλυσίδες που θα μπορούσες να χεις. Το ίδιο βλέμμα που σε τραβάει, το ίδιο σε φοβίζει. Όχι περισσότερο απ τον εαυτό σου. Δαγκώνεις τα χείλη σου αφηρημένα και σε ξυπνάει η γεύση του αίματος. Θα σε πονέσω, φύγε τώρα που μπορείς...

 Πρέπει να χαλαρώσω. Πρέπει ε; Ίσως αύριο. Με τη βροχή.


Η φίλη σας,
Estella