Πέμπτη, Οκτωβρίου 08, 2009

"παραμύθα"

Πριν μια βδομάδα έκλεισα τα είκοσι. Ήταν τα πιο πολύχρωμα γενέθλια που είχα ποτέ. Πολύχρωμα και λαμπερά φωτάκια τριγύρω και τα χρώματα να γίνονται πότε πιο έντονα και πότε να ξεφεύγουν απο το περίγραμμα σαν παιδική ζωγραφιά. 

Σήμερα, δε μπορώ να σταθώ, ζαλίζομαι. Κάθε πέντε λεπτά θέλω να ξεράσω. Μάνα πονάει όλο μου το κορμί. Πονάω αφόρητα. Βρίζω τον κόσμο, σπάω τα πράγματα στο δωμάτιο μου και θέλω να πουλήσω το κινητό μου. Δε το κάνω γιατί ξέρω οτι δε θα μπορείς να με βρείς και θα ανησυχήσεις. Ο άλλος μου εαυτός όμως τα θέλει τα λεφτά...Την θέλει την πρέζα κολασμένα. 

Η πρέζα μου έκανε ένα όμορφο δώρο την ημερα των γενεθλίων μου. Έχασα την πιο αγγελική ύπαρξη της ζωής μου. Με άφησε δεν άντεξε την κατάντια μου. Χωρίσαμε όταν ενώ της είχα πεί οτι δε θα ξαναπάρω... Με είδε στην πλατεία όμως... Και μου πε χωρίζουμε. Και ξέρεις ρε μάνα τι της είπα;
"Να πα να γαμηθείς μωρή. Σιγά μη μου λείψεις! Λές και υπάρχει τιποτα καλύτερο απο την πρέζα!" και μάνα... έφυγε τρέχοντας. Νομίζω έκλαιγε, δε θυμάμαι. Ήταν όλα θολά. Και γώ γελούσα ο μαλάκας, γελούσα καταλαβαίνεις; Δεν τόλμησα να της ξαναμιλήσω ή να την πλησιάσω. Καλύτερα μακριά μου. 


Οι φίλοι μου είναι εντάξει παιδιά. Είναι καλά τα παιδιά αλήθεια σου λέω. Απλά μπλέξανε και αυτοί. Θυμάμαι στα δεκάξι μου όταν έβγαινα τις νύχτες, την αγωνία στο πρόσωπό σου. "Που πας πάλι; να προσέχεις! Να προσέχεις τις παρέες σου!" 
Α ρε μάνα... λές και σου δίνει κανείς με το ζόρι... Μόνος μου ζήτησα. Ήθελα να νιώσω αποδεκτός, ξεχωριστός να ξεφύγω απο τη ρουτίνα να παραμυθιαστώ. Συγγνώμη. 


Θυμάσαι που όταν ήμουν μικρός είχαμε περάσει απο την Ομόνοια; Θυμάσαι που μου έλεγες 
"Αγόρι μου είδες πώς είναι; Ερείπια...Ποτέ Μάνο μου να μην το κάνεις αυτό ναι; Και να μην παίρνεις τίποτα απο τους αγνώστους" και γώ φοβισμένος έλεγα μέσα μου "ποτέ ποτέ" και έγνεφα σε εσένα καταφατικά...Πόσο δυνατός ήμουν τότε μάνα! Και πόσο αδύναμος όταν είπα το ναί εκείνη την βραδιά.. 


Πονάω... Δε μπορώ να συνεχίσω να γράφω. Λένε οι πρώτες μέρες είναι δύσκολες. Μπορεί να μην τα καταφέρω. Μάνα, ακόμα και να μην πεθάνει το σώμα μου, εγώ είμαι νεκρός. Οι παλιοί μου φίλοι, η κοπέλα μου, ο εαυτός μου... πάει... 


Σ αγαπώ. Σ αγαπώ πολύ. Δε ξέρω αν στο πα πρόσφατα. Αλλά σ αγαπάω. Και τον πατέρα τον αγαπάω. Θα πω όχι όσο δύσκολο και να ναι πλέον... Θα παλέψω. Αυτή τη φορά θα φανώ δυνατός και θα πάρω πίσω όσα μου έκλεψε η πρέζα. Α και αμα δε τα καταφέρω μάνα, άμα φύγω να με θυμάστε σαν τον Μάνο τον αριστούχο,τον φοιτητή ιατρικής, τον τρυφερό, τον ευαίσθητο, τον ΔΥΝΑΤΟ. Δε φοβάμαι τον θάνατο. Φοβάμαι μήπως κερδίσει ο άλλος μου εαυτός. Δε γυρίζω πίσω. Ή όλα, ή τίποτα. Alea jacta est.



Μάνος.