Τρίτη, Ιουλίου 14, 2009

Ενα παραμύθι αλλιώτικο απο τ αλλα

Μια φορά και έναν καιρό, σ ένα μέρος καπου στη γή, ξεχασμένο απο ανθρώπους μακρινό και απόκοσμα όμορφο συναντήθηκαν δυο αλλόκοτες μορφές. Η μια μορφή φαινόταν γυναικεία. Σαν μια μικροκαμωμένη κοπελίτσα. Φορούσε μια κάπα στο χρώμα του ουρανού ή στο χρώμα της θάλασσας ή όμοια με το χρώμα απο ενα μικρό ποταμάκι που επιθυμεί όσο τίποτα να ενωθεί με τη θάλασσα. Και που ξέρεις εαν είναι τυχερό ίσως φτάσει να γίνει και ωκεανός.Απο μέσα, μπορούσες να διακρίνεις έναν μανδύα στο χρώμα του σμαραγδιού, ή στο χρώμα που έχει το δάσος ή ενα φύλο ενός δέντρου που επιθυμεί όσο τίποτα να γίνει ένα με το γρασίδι. Τα μάτια της ήταν σαν ενα μείγμα των δυο αυτών χρωμάτων ή ίσως μόνο το ένα ή και μόνο το άλλο ή και κανένα απο τα δύο. Ενα νέο χρώμα... Ναι... Δεν ηταν ομορφη κατα τ αλλα. Το δέρμα της ήταν αλλόκοτο. Ποτε στρωτό πότε ρυτιδιασμένο. Σε μερικά σημεία είχε μικρές ουλές αλλα εκείνα τα λαμπερά μάτια. Δεν θα μπορουσες να τα αποχωριστείς όπως και αν ήταν η υπόλοιπη.

Ακριβως απέναντι της λοιπόν στεκόταν ένα παλικάρι. Ήταν αψεγάδιαστος σχεδόν. Η κάπα του ήταν κατάμαυρη. Σαν την νύχτα ή σαν τη θάλασσα τα καλοκαιρινά βράδια. Ο μανδύας του ήταν κατάλευκος. Κατάλευκος σαν τα φτερά ενός πάνλευκου περιστεριού, λευκός σαν το χρώμα απο ένα ατίθασο άτι που τρέχει να γλυτώσει απο την μοίρα που του επιβάλουν οι άνθρωποι. Ειχε λείο πρόσωπο. Απόλυτα λείο. Τα λεπτά χείλη του φαίνονταν να κρύβουν ένα μειδίαμα. Τα μάτια του ήταν σκληρά και αμειλικτα. Δεν ήθελες να τον κοιτάξεις ακόμα και αν σου χαμογελούσε με τον πιο γλυκό, τον πιο όμορφο τρόπο.

"Γιατί τους κλέβεις;" είπε εκείνη αφηρημένα.
"Γιατί τους ξαναδημιουργείς;" απάντησε ψυχρά.
"Γιατί τους κλέβεις."
"Γι αυτό." είπε γελώντας.
"Θα σοβαρευτείς ποτέ;" είπε εκείνη ελευθερώνοντας ένα ανάλαφρο γελάκι.
"Πέρασαν τόσες χιλιετίες. Ακόμα να το καταλάβεις πως θα μαι έτσι αιωνίως...;"
"Ειμαι ανώτερη σου και το ξέρεις." είπε εκείνη σοβαρά.
"Γιατί;" είπε εκείνος παιχνιδιάρικα.
"Μπορώ να τους κάνω να ερωτευτούν. Μπορώ να τους κάνω να αγαπήσουν"
"Και γώ μπορώ να τους κάνω να ερωτευτούν και ν αγαπήσουν... μέχρι θανάτου..." απάντησε ξανά ο νεαρός.
"Τότε γιατι ν αγαπήσουν;" είπε εκνευρισμένη η κοπέλα
"Και γιατί να ζήσουν;" είπε εκείνος χαρούμενα."Ακου να δεις, εγώ είμαι πιστός σε εκείνους. Ακόμα και αν με ξεχάσουν, εγώ κάποια μέρα θα τους θυμηθώ. Εσύ είσαι μια παλιοεγωίστρια που το μονο που θέλεις είναι να σε θυμουνται. Και αν δεν το κάνουν τους ξεχνάς και τότε με παρακαλάνε... Με παρακαλάνε με όλη τους την ψυχη και έρχονται κοντά μου. Εσύ τους καταστρέφεις. Οχι εγώ..."
"Πώς μπορείς να είσαι τόσο σκληρός;" η κοπέλα λύγισε τα γόνατα της και ακούμπησε πάνω στις αιχμηρές πέτρες αποκτώντας νέες πληγές. Ο νεαρός την πλησίασε λίγο ακόμα. Διστακτικά, αργά και την ακούμπησε. Την έκανε να ανατριχιάσει ολόκληρη.
"Δε μπορώ να υπάρξω χωρίς εσένα." της είπε με ένα δάκρυ. Ενα δάκρυ που καθώς κυλούσε στο μάγουλο του πάγωσε και αναγκάστηκε να το απομακρύνει με μεγάλη δυνάμη. Η κοπέλα έστρεψε το κεφάλι της σ εκείνον και τώρα ήταν και εκείνη δακρισμένη. Ενα δάκρυ που έκαιγε και της προκαλεσε μια νέα ουλή.
"Ούτε εγώ αντέχω... δεν μπορώ να υπάρξω χωρίς εσένα."
"Τότε λοιπόν..." της είπε γλυκά καθώς την βοηθούσε να σταθεί "κάνε και εκείνους να νιώσουν το ίδιο. Θα σε βοηθήσω και γώ. Πόσο δύσκολο μπορεί να είναι ε;" είπε με ενα νέο χαμόγελο.
"Ναι..." είπε εκείνη πνίγοντας έναν ακόμα λιγμό.
"Αν θες να με πολεμίσεις... κάνε τους να αγαπήσουν και ν αγαπηθουν. Ετσι δεν θα φοβούνται. Κ έτσι δεν θα σε ξεχάσουν." είπε υποχωρώντας.
"Αν θές να με πολεμίσεις... " ξεκίνησε εκείνη.
"Δεν πρόκεται.Εγώ απλά δίνω νόημα σε ό,τι αρχίζεις." ο νεαρός της έκλεισε το μάτι και πήγε στην άκρη του βουνού. Κοιτούσε τα κάτω χωριά και σαν μαέστρος κουνούσε τα χέρια του ποτε απο εδώ και πότε απο εκεί. Η κοπελίτσα πήγε κοντά στο ποταμάκι στην άλλη πλευρά και χαιρετούσε απο ψηλά μια ομάδα παιδιών που φαινόταν να αγνοεί την παρουσία του μελαγχολικού νεαρού. Οπως τότε. Οπως τώρα. Οπως πάντα.

[Και ζήσαν αυτοί καλά και μείς καλύτερα...]<---μπα... πολύ κλισέ... Και ζώ. Μια καλά, μια καλύτερα και μια χειρότερα.